γυρμένος

γυρμένος
-η, -ο
ο γερμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γερμένος — και γυρμένος, η, ο βλ. γέρνω …   Dictionary of Greek

  • μαμουριάζω — [μαμούρης] συστέλλομαι, ζαρώνω, κακομοιριάζω σαν μαμούρης («έν τονε μαμουριασμένος στα γραψίματα γυρμένος», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”